σιτευτός

σιτευτός
σιτευτός, ή, όν fattened (X., An. 5, 4, 32; Polyb. 38, 8, 7; pap, LXX) ὁ μόσχος ὁ σιτευτός the calf that has been fattened (Athen. 9, 32, 384a; 14, 74, 657b; Judg 6:28 A; Jer 26:21) Lk 15:23, 27, 30. The fatness of the calf would make it a delicacy=prime beef.—DELG s.v. σῖτος. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιτευτός — ή, ό / σιτευτός, ή, όν, ΝΜΑ [σιτεύω] (για ζώα και πτηνά) καλοθρεμμένος, αυτός που έχει παχύνει με άφθονη τροφή, θρεφτάρι (α. «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», ΚΔ. β. «σιτευτοῑς βουσίν», Πολ. γ. «χῆνας σιτευτάς», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • σιτευτός — σῑτευτός , σιτευτός fed up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτευτός — ή, ό καλά θρεμμένος, παχύς: Έσφαξε το μόσχο το σιτευτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιτευτά — σιτευτά̱ , σιτευτής one who feeds up cattle masc nom/voc/acc dual σιτευτής one who feeds up cattle masc voc sg σιτευτής one who feeds up cattle masc nom sg (epic) σῑτευτά , σιτευτός fed up neut nom/voc/acc pl σῑτευτά̱ , σιτευτός fed up fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτευτῶν — σιτευτής one who feeds up cattle masc gen pl σῑτευτῶν , σιτευτός fed up fem gen pl σῑτευτῶν , σιτευτός fed up masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτευτόν — σῑτευτόν , σιτευτός fed up masc acc sg σῑτευτόν , σιτευτός fed up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • питомец — др. русск., ст. слав. питомъ σιτευτός, далее связано с питать (см.) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σιδυτός — ή, όν, Α σιτευτός …   Dictionary of Greek

  • σιτευτάρι(ο)ς — και σιτευτώριος, ὁ, Α τροφεύς*, κυρίως αυτός που εκτρέφει κοκόρια για τις κοκορομαχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτευτός «παροχή τροφής» + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. ποιμεντ άριος] …   Dictionary of Greek

  • σιτιστός — ή, όν, ΜΑ [σιτίζω] ο σιτευτός, το θρεφτάρι …   Dictionary of Greek

  • sitar — SITÁR2, sitari, s.m. Meseriaş care face site; vânzător de site. – Sită + suf. ar. Trimis de RACAI, 07.12.2003. Sursa: DEX 98  SITÁR1, sitari, s.m. Pasăre călătoare de mărimea unui porumbel, cu ciocul lung, drept şi subţire şi cu pete cafenii,… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”